Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2011

Ο Μαρξ για τον … Παπαδήμο!

Τα τελευταία χρόνια έχει επανέλθει στο προσκήνιο ο Μαρξ, κυρίως εξαιτίας των καίριων επισημάνσεών του επί του κυκλικού και εγγενούς χαρακτήρα των καπιταλιστικών κρίσεων.
Σήμερα όμως, υπάρχει ένας ακόμη λόγος για να ξαναγίνει επίκαιρος: Η επανεμφάνιση των τεχνοκρατικών κυβερνήσεων στην Ιταλία και στην Ελλάδα.
Ως αρθρογράφος μιας από τις πιο διαβασμένες εφημερίδες της εποχής του, της New York Tribune, ο Μαρξ παρακολουθούσε και σχολίαζε τις πολιτικές και άλλες εξελίξεις που οδήγησαν σε μια από τις πρώτες τεχνοκρατικές
κυβερνήσεις στην ιστορία: Αυτήν του Earl of Aberdeen από το 1852, έως το 1855.
Οι σχολιασμοί του Μαρξ ήταν ιδιαίτερα σαρκαστικοί και έξυπνοι. Ο υπόλοιπος τύπος τότε είχε ενθουσιαστεί με το γεγονός ότι «… τα κόμματα τελειώνουν, και η γνώση, η εξειδίκευση, η πείρα, η εργατικότητα, και ο πατριωτισμός θα αποτελούν πλέον το μοναδικό κριτήριο για την ανάληψη της εξουσίας… ο κάθε άνθρωπος, ανεξαρτήτως τάξης, θα πρέπει να στηρίξει την νέα κυβέρνηση επειδή οι αρχές της απαιτούν συναίνεση και στήριξη από όλους».
Τα παραπάνω σχόλια ερέθισαν τον Μαρξ, ο οποίος σε άρθρο του το 1853 χαρακτήρισε την νέα πολιτική κατάσταση ως φάρσα. Στον ενθουσιασμό του τότε τύπου, ο Μαρξ αντιπαρατέθηκε με ειρωνικά σχόλια, περί υπερήλικων γραφειοκρατών, που διάγουν μια «τεχνητή ύπαρξη».
Η τότε «σύγκρουση» είναι και σήμερα επίκαιρη, αφού βλέπουμε ξανά έναν κόσμο όπου το κεφάλαιο υπερισχύει της εργασίας, και τα πράγματα είναι εξίσου άγρια με αυτά των μέσων του 19ου αιώνα.
Ο διαχωρισμός μεταξύ οικονομικών και πολιτικής, που διαφοροποιεί τον καπιταλισμό από τα προηγούμενα συστήματα παραγωγής, έχει φτάσει στο αποκορύφωμά του. Η οικονομία κυριαρχεί επί της πολιτικής, θέτει την ατζέντα της, και διαμορφώνει τις αποφάσεις, πάντα όμως εκτός δημοκρατικού ελέγχου, στο σημείο που ακόμη και μια αλλαγή κυβέρνησης δεν αλλάζει την κατεύθυνση της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής.
Τα τελευταία 30 χρόνια, οι αποφάσεις λαμβάνονται από την οικονομία και όχι από την πολιτική. Κάποιες συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές μετατρέπονται σε οικονομικές αναγκαιότητες που καλύπτουν μια πολιτική αντιδραστικότητα πίσω από μια μάσκα δήθεν απολιτικής εξειδίκευσης.
Πρόκειται για τη μεγαλύτερη απειλή προς την δημοκρατία. Τα εθνικά κοινοβούλια, τα οποία απογυμνώνονται ούτως ή άλλως από τις αρμοδιότητές τους μέσα από «πειραγμένα» εκλογικά συστήματα και αναθεωρήσεις του διαχωρισμού εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας, βλέπουν την όποια ισχύ τους να μεταφέρεται αυτούσια στις … αγορές.
Οι οίκοι αξιολόγησης και οι δείκτες των χρηματιστηρίων έχουν μεγαλύτερο βάρος από ότι η θέληση των λαών. Στη καλύτερη περίπτωση, οι πολιτικοί μπορούν να επέμβουν στην οικονομία (κι αυτό επειδή οι οικονομικές ελίτ πρέπει που και που να βάζουν φρένο στην καταστροφικότητα του καπιταλισμού), αλλά δεν μπορούν να αμφισβητήσουν τους κανόνες και τις επιλογές της.
Οι πρόσφατες εξελίξεις στην Ιταλία και στην Ελλάδα αποδεικνύουν αυτές τις τάσεις. Πίσω από τη βιτρίνα της λεγόμενης τεχνοκρατικής κυβέρνησης, ή αυτής «των ταλέντων», όπως ήταν γνωστές στην εποχή του Μαρξ, αναστέλλονται οι πολιτικές διαδικασίες, όπως είναι οι εκλογές και τα δημοψηφίσματα, και τα πάντα παραδίνονται βορά στην οικονομία.
Σε ένα άρθρο του τον Απρίλη του 1853, ο Μαρξ έγραφε: «Το καλύτερο που μπορεί να ειπωθεί για την τεχνοκρατική κυβέρνηση είναι ότι αντιπροσωπεύει την πολιτική ανικανότητα στη φάση της μετάβασης…» Οι κυβερνήσεις δεν μιλάνε πλέον για το ποια οικονομική κατεύθυνση θα ακολουθήσουν. Οι οικονομικές κατευθύνσεις είναι αυτές που γεννάνε τις κυβερνήσεις.
Στην Ιταλία, τα βασικά προγραμματικά σημεία αναφέρθηκαν πέρσι σε μια επιστολή απόρρητη) της ΕΚΤ προς τη κυβέρνηση του Μπερλουσκόνι. Για να επανέλθει η εμπιστοσύνη των αγορών, έγραφε, χρειάζεται ταχεία μετάβαση στις θεσμικές και δομικές μεταρρυθμίσεις, μια έκφραση που είναι πλέον συνώνυμη με την κοινωνική εξαθλίωση. Με άλλα λόγια περικοπές μισθών, κατάργηση εργασιακών δικαιωμάτων, αυξήσεις του ορίου ηλικίας για συνταξιοδότηση, και μεγάλης κλίμακας ιδιωτικοποιήσεις.
Οι νέες κυβερνήσεις, που διοικούνται από ανθρώπους με παρελθόν στους οικονομικούς οργανισμούς που είναι υπεύθυνοι για την κρίση, αναμφίβολα θα ακολουθήσουν αυτή τη συνταγή «για το καλό της χώρας», και των μελλοντικών γενεών! Και όποιος αντισταθεί, θα νιώσει την οργή τους.
Αν η αριστερά δεν θέλει να εξαφανιστεί, θα πρέπει να ανακαλύψει εκ νέου τις πραγματικές αιτίες της παρούσας κρίσης. Παράλληλα, θα πρέπει να βρει το κουράγιο να προτείνει, και να πειραματιστεί με τις ριζοσπαστικές εκείνες πολιτικές που είναι απαραίτητες προκειμένου να εξευρεθεί λύση.
Του Marcello Musto, καθηγητού πολιτικής θεωρίας στο York University, του Toronto.
Global Research