Την ώρα που ένας στους πέντε
συμπολίτες μας αντιμετωπίζει κίνδυνο φτώχειας (20% του συνολικού πληθυσμού), με
εισόδημα χαμηλότερο των 7.200 ευρώ (εισοδηματικό όριο φτώχειας σύμφωνα με τη
Εurostat), η ελληνική κυβέρνηση αποφασίζει τη μείωση του αφορολογήτου ορίου στις
5.000 ευρώ, διευρύνοντας τη φορολογική βάση προς τα κάτω και στοχοποιώντας πλέον
όχι μόνο τους «συνήθεις υπόπτους» -μισθωτούς και συνταξιούχους- αλλά ακόμα και
τους φτωχούς Έλληνες.
Ο Ευρωβουλευτής Κ.
Πουπάκης, υπογραμμίζοντας τη γενναία δέσμευση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για την
καταπολέμηση της φτώχειας στο πλαίσιο της στρατηγικής ΕΕ2020, με την υιοθέτηση
συγκριμένων ποσοτικών στόχων για την ερχόμενη δεκαετία (μείωση της φτώχειας κατά
25%), έθεσε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στο πλαίσιο κοινοβουλευτικού ελέγχου, την
ανάλγητη απόφαση θέσπισης αφορολογήτου ορίου στην Ελλάδα κάτω από το
εισοδηματικό όριο φτώχειας, επισημαίνοντας τις οδυνηρές συνέπειες του
συγκεκριμένου μέτρου για τα ασθενέστερα εισοδηματικά στρώματα και αμφισβητώντας
την οικονομική του αποτελεσματικότητα.
Σε αυτό το πλαίσιο και με
αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα για την Εξάλειψη της Φτώχειας, ο Έλληνας
Ευρωβουλευτής δήλωσε:
“Η Ευρωπαϊκή Ένωση, κατά την
κατάρτιση της ευρωπαϊκής στρατηγικής για την ερχόμενη δεκαετία, αναγνωρίζοντας
την ανάγκη διατήρησης των απαραίτητων ισορροπιών μεταξύ της επίτευξης της
οικονομικής βιωσιμότητας και της διασφάλισης της κοινωνικής ευημερίας και
συνοχής,
δεσμεύτηκε για την αποτελεσματική
καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού, με την πρόσβαση στην
αξιοπρεπή απασχόληση να προβάλλεται ως μια από τις βασικές συνιστώσες της όλης
προσπάθειας. Στη χώρα μας περίπου δύο εκατομμύρια άνθρωποι βρίσκονται στο
κατώφλι της φτώχειας, με την επίσημη ανεργία να αγγίζει το 17% και την άναρχη
εξάπλωση των άτυπων μορφών απασχόλησης να καταδικάζει το 14% του ελληνικού
εργατικού δυναμικού στη φτώχεια («φτωχοί εργαζόμενοι»). Κι ενώ καταβάλλονται
σοβαρές προσπάθειες παγκοσμίως για τη σταδιακή εξάλειψη του φαινομένου της
φτώχειας, η σημερινή κυβέρνηση έχει βαλθεί να «φτωχοποιήσει» του πάντες,
αποσυνθέτοντας ολοκληρωτικά τη μεσαία τάξη. Η ακολουθούμενη πολιτική αποτελεί
την πιο επαχθή και σκληρή φορολογική επίθεση ενάντια στους Έλληνες πολίτες
μεταπολεμικά, καθώς εξαντλείται αδιακρίτως σε συνεχείς φοροεπιδρομές, έκτακτες
εισφορές, «μόνιμα» χαράτσια και παρασκηνιακές μεθοδεύσεις για την εξαθλίωση των
μισθών και των συντάξεων. Όχι μόνο δεν υπάρχει μέριμνα για την καταπολέμηση του
φαινομένου της φτώχειας, αλλά δεν προβλέπεται ούτε η στοιχειώδης προστασία των
ευάλωτων κοινωνικών ομάδων. Είναι λυπηρό το γεγονός ότι ενώ τα ποσοστά των νέων
στη χώρα μας μειώνονται, λόγω της γήρανσης του πληθυσμού, τα ποσοστά παιδικής
ένδειας αυξάνονται, με σχεδόν ένα στα τέσσερα ελληνόπουλα να αντιμετωπίζουν
κίνδυνο φτώχειας. Οι σημερινές συνθήκες απαιτούν υπεύθυνες πολιτικές
μεταρρυθμίσεων και διαρθρωτικών αλλαγών αναπτυξιακού χαρακτήρα, με έμφαση στην
εγγύηση της κοινωνικής αποτελεσματικότητας και επάρκειας. Η ληστεία της
κοινωνικής δικαιοσύνης είναι πλέον καθημερινή, το κράτος πρόνοιας οδεύει προς
διάλυση, τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά αναγκάζονται σε «ανεξέλεγκτη χρεοκοπία» και
η Ελλάδα μετατρέπεται στη χειρότερη ευρωπαϊκή χώρα για να είναι κανείς «φτωχός»,
όταν η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ με την πλήρη απορρύθμιση της αγοράς εργασίας και
μέτρα ακραίας λιτότητας που επιδεινώνουν την ύφεση -αντί να περιορίζει- γενικεύει τη φτώχεια και απλά τη χωρίζει στα
δύο, τη σχετική και την απόλυτη.”