Πολύς λόγος γίνεται τελευταία για τη “ρουμανοποίηση” του βιοτικού επιπέδου της Ελλάδας, ιδιαίτερα μετά από την πρόσφατη αποκάλυψη (σε εφημερίδα) γερμανικού σχεδίου που τυγχάνει και της σύμφωνης γνώμης της κυβέρνησης Παπανδρέου. Σύμφωνα με το σχέδιο, στόχος των Γερμανών, αλλά και αναγκαία προϋπόθεση για τη συνέχιση του προγράμματος των “δόσεων” προς τη χώρα μας, είναι η ταχεία μείωση των μισθών και των συντάξεων στην Ελλάδα ώστε να προσεγγίσουν τα επίπεδα εκείνων της Ρουμανίας.
Το σχέδιο αυτό έφερε στο μυαλό μου εικόνες που χαράχτηκαν στο μυαλό μου πριν από τρία χρόνια, όταν είχα επισκεφθεί τη χώρα κάνοντας οδικό τουρισμό στην Τρανσυλβανία. Ας δούμε λοιπόν μερικές χαρακτηριστικές από τις εικόνες αυτές, για να έχουμε υπ’ όψη μας τι ακριβώς εννοούν οι “εταίροι και δανειστές” μας όταν απεργάζονται τη ρουμανοποίηση της κοινωνίας μας. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 2008 η Ρουμανία δεν είχε ακόμα προσφύγει στο ΔΝΤ για βοήθεια -το έκανε την άνοιξη του 2009 και έκτοτε το βιοτικό επίπεδο που σκιαγραφείται παρακάτω έχει μειωθεί ακόμα περισσότερο. (Μια μικρή “λεπτομέρεια”: όπως ίσως θυμάστε, οι Ρουμάνοι είχαν υποβληθεί σε φονική λιτότητα μεταξύ 1982 και 1989 προκειμένου να αποπληρωθεί το εξωτερικό χρέος της χώρας. Λίγους μήνες πριν από την πτώση του Τσαουσέσκου το χρέος είχε αποπληρωθεί, αλλά σε μόλις 20 χρόνια χρειάστηκε ξανά προσφυγή στο ΔΝΤ.)
Σε όλες τις εθνικές οδούς της χώρας ,στενότερες κι από την “εθνική μας σκοτώστρα”, την Κορίνθου-Πατρών, κυκλοφορούν πληθώρα από μόνιππα κάρα αυτοσχέδιας κατασκευής που χρησιμοποιούνται κυρίως για τη μεταφορά ζωοτροφών και αγροτικών προϊόντων, αλλά και αμιγώς ως μεταφορικό μέσο ανθρώπων. Σε κάθε ταξίδι από πόλη σε πόλη έβλεπα τουλάχιστον 20-30 τέτοια κάρα στο δρόμο μου. Μόνη εξαίρεση από την εικόνα αυτή αποτελεί ο μοναδικός αυτοκινητόδρομος της Ρουμανίας (μήκους μόλις 100 χιλιομέτρων).
Τα Dacia εποχής Τσαουσέσκου που κυκλοφορούν στους δρόμους είναι σαφώς περισσότερα από τα σύγχρονα μοντέλα της ίδιας μάρκας και αποτελούν ένα μεγάλο μερίδιο του συνολικού στόλου των ΙΧ αυτοκινήτων.
Σε πόλη με πληθυσμό 320.000 κατοίκων, δηλαδή τάξης μεγέθους που δεν έχουμε στην Ελλάδα αν εξαιρέσουμε τη Θεσσαλονίκη που όμως είναι υπερτριπλάσια, τα εμπορικά καταστήματα στο κέντρο εκτείνονται μόνο σε δύο δρόμους και δεν ξεπερνούν τα 50-60 (!) συνολικά, ενώ στις απόκεντρες συνοικίες τα καταστήματα είναι επίσης ελάχιστα, διάσπαρτα σε αραιή πυκνότητα και φυσικά πουλάνε μόνο είδη καθημερινής αναγκαίας χρήσης.
Στην κεντρικότερη λεωφόρο του Βουκουρεστίου, ακριβώς μπροστά από το πάλαι ποτέ παλάτι του Τσαουσέσκου, το 70% των ισογείων καταστημάτων είναι ξενοίκιαστα, γεμάτα γκράφιτι και αφίσες.
Γριούλες ηλικίας άνω των 80 χρόνων προσπαθούν να συμπληρώσουν τη γλίσχρα σύνταξή τους γύρω στα 100 ευρώ πουλώντας μικροπράγματα στους δρόμους σε κάθε πόλη ή τουριστικό αξιοθέατο και κοιτάζοντας σχεδόν παρακλητικά τον υποψήφιο αγοραστή.
Σε πανηγύρι κωμόπολης πάνω σε κεντρικό οδικό άξονα, στο οποίο σταμάτησα, είδα ένα παιδάκι ηλικίας περίπου 7-8 χρόνων, που φορούσε ως… καλά του ρούχα ένα μεταποιημένο τεράστιο πουκάμισο ενηλίκου, μια ξεβαμμένη βερμούδα αθλητικής φόρμας, επίσης ενηλίκου, καθώς και ένα ζευγάρι ροζ μποτάκια προφανώς αποφόρια από τη μεγαλύτερη αδελφή του.
Σε εστιατόριο τουριστικής πόλης, μάλλον ακριβό για τα δεδομένα των Ρουμάνων, μετά το δείπνο μού ήρθε μια ακατανίκητη επιθυμία να απολαύσω ένα τσιγάρο.
Μη έχοντας τσιγάρα μαζί μου, έκανα το… λάθος να κάνω τράκα (πολύ ευγενικά) από έναν σερβιτόρο, τον οποίο είχα δει στο βάθος να καπνίζει στα κλεφτά, στο διάλειμμά του. Ο άνθρωπος γούρλωσε τα μάτια, με κοίταξε με έκπληξη και μου “απάντησε” ρωτώντας με απορημένα “…Cigarette?”, σα να του είχα ζητήσει να κοιμηθώ με τη γυναίκα του. Για να με κοιτάξει έτσι επειδή του ζήτησα ένα τσιγάρο, καταλαβαίνετε πόσο χαμηλός θα ήταν ο μισθός του και πόσα λίγα θα μπορούσε να αγοράσει με αυτόν. (Μπορείτε επίσης να φανταστείτε πόσο αναξιοπρεπής αισθάνθηκα μετά από αυτό, για κάτι που εδώ στην Ελλάδα θα το θεωρούσαμε -μέχρι τώρα- περίπου φυσιολογικό.)
Καλώς ήρθατε στην Ελλάδα του τροϊκανού μέλλοντός μας…