Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2012

ΔΑΚΕ Καθηγητών Δ.Ε. Ο ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ

Ζούμε σε χαλεπούς καιρούς. Και όπως είναι φυσικό και όπως συμβαίνει πάντα, ο κόσμος που υφίσταται τα αποτελέσματα μιας εθελότυφλης πορείας προς την καταστροφή αναζητά, (πάντα σχεδόν εξαιρώντας τον εαυτό του), τα αίτια και τους αιτίους της παρούσας δυσανεξίας του.
Μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης, στρέφεται σε θέσεις της Αριστεράς ανεξάρτητα από τις πολιτικές του επιλογές και την πολιτική τοποθέτηση του καθενός. Φυσιολογικά οι αυτοπροσδιοριζόμενοι ως «αριστεροί», αρκετά έως εντελώς αφύσικα για όλους τους άλλους. Συλλήβδην καταδικάζεται στο πυρ το εξώτερον ο «καπιταλισμός» η οικονομία της αγοράς η ελεύθερη οικονομία και καταδεικνύεται ως ο αποκλειστικός υπαίτιος της κρίσης.
Να το δηλώσουμε από την αρχή προς άρση παρανοήσεων. Ναι η παρούσα κρίση είναι κρίση του καπιταλισμού. Είναι κρίση της οικονομίας της αγοράς.
Όμως μέχρις εδώ. Γιατί με αφετηρία την κριτική του συστήματος, αδυναμίες του οποίου είναι προφανείς και αναμφισβήτητες, επιχειρείται, στα πλαίσια μιας λογικής ταχυδακτυλουργίας ενός λογικού άλματος, να μην αναζητηθούν οι λανθασμένες πλευρές των πολιτικών που ευθύνονται για το βάθος της κρίσης στην Ελλάδα, αλλά να καταδικαστεί συνολικά το πολιτικό και οικονομικό σύστημα.
Έτσι σκόπιμα αποσιωπάται το γεγονός ότι, παρ’ όλο που η οικονομία της αγοράς (καπιταλισμός) γνώρισε διαχρονικά μεγαλύτερες ή μικρότερες κρίσεις, εντούτοις η πορεία του και η αντίστοιχη ευημερία των λαών που το εμπιστεύθηκαν υπήρξε έντονα ανοδική. Ασφαλώς κανένας δεν χαίρεται για τις κρίσεις. Και κανένας δεν θα ήθελε να υπάρξει ένα σύστημα που να εγγυάται την αδιάκοπη και χωρίς διακυμάνσεις οικονομική και κοινωνική πρόοδο.
Όμως όπως έχει ειπωθεί για τη Δημοκρατία, προφανώς την Αστική αντιπροσωπευτική κοινοβουλευτική, ότι «είναι το χειρότερο πολίτευμα εξαιρουμένων όλων των άλλων», παρόμοια και η ελεύθερη οικονομία είναι το χειρότερο οικονομικό σύστημα ασφαλώς όμως «εξαιρουμένων όλων των άλλων».
Επιχειρείται και εδώ να αποσιωπηθεί ότι, όπως και στη δημοκρατία δεν αρκεί απλώς να λειτουργούν τυπικά οι βασικοί συνταγματικοί θεσμοί αλλά η ποιότητα της δημοκρατίας καθορίζεται τόσο από τη λειτουργία των τεσσάρων εξουσιών όσο και από τη συνολική βιωματική στάση των πολιτών στην τήρηση των θεσμών και ιδιαίτερα του συντάγματος, έτσι και στην ελεύθερη οικονομία υπάρχουν σημαντικές ποιοτικές διαφοροποιήσεις τόσο στις ασκούμενες πολιτικές όσο και στην επάρκεια, διαχειριστική και ηθική, των οργάνων εφαρμογής τους οι οποίες καθορίζουν το τελικό αποτέλεσμα.
Ακόμα και για όσο διάστημα ο πολιτικός και επιστημονικός διάλογος πάνω σε αυτά τα ζητήματα ήταν καθαρά σε θεωρητική βάση κανένας δεν εδικαιούτο να θεωρεί την άποψή του θέσφατο.
Μετά την εφαρμογή όμως σε πληθώρα χωρών των εναλλακτικών λύσεων της απόλυτα ελεγχόμενης από το κράτος οικονομικής δραστηριότητας και την εδώ και μια εικοσαετία παταγώδη κατάρρευση τους, (και τις εξελίξεις στα τελευταία προπύργια του υπαρκτού σοσιαλισμού Κίνα, Βόρεια Κορέα, Κούβα), κανένας δεν δικαιούται να παρουσιάζει τις ήδη δοκιμασμένες προτάσεις σαν εναλλακτικές λύσεις στην αντιμετώπιση του παρόντος προβλήματος.
Και αυτό γιατί δεν ήταν ούτε η κακή συγκυρία ούτε οι εξωτερικές συνθήκες ούτε τα μεμονωμένα πρόσωπα που οδήγησαν στην αποτυχία του συστήματος του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Αντίθετα ήταν το ίδιο το σύστημα που από τη μορφή του σε συνδυασμό με τη σύνολη ανθρώπινη φύση παρήγαγε τα συγκεκριμένα αποτελέσματα σε όλες τις χώρες που εφαρμόστηκε.
Και επειδή ακριβώς υπάρχει αυτή η σύγκριση, ακόμα και γειτονικών χωρών με την ίδια ή παραπλήσια οικονομική κοινωνική και πολιτιστική αφετηρία πριν την ένταξη ορισμένων εξ αυτών στο στρατόπεδο του «υπαρκτού σοσιαλισμού», είναι φανερό σε όσους δεν κλείνουν τα μάτια τους στην αλήθεια ότι η ελεύθερη οικονομία έχει ένα τεράστιο συγκριτικό πλεονέκτημα.
Παράγει πλούτο. Και είναι προφανές ότι η όποια δίκαιη κατανομή έπεται της παραγωγής. Γιατί το μηδέν όπως και να το μοιράσεις πάντα μηδέν μένει. Με άλλα λόγια, χωρίς δογματισμούς και ακρότητες ασφαλώς με όρους και προϋποθέσεις, όπως τουλάχιστον στην πράξη αποδείχθηκε μέχρι σήμερα είναι καλύτερη η σχετικά άνιση κατανομή του πλούτου παρά η σχετικά δίκαιη κατανομή της φτώχειας.
Άλλωστε καμιά κρίση μέχρι σήμερα στον ελεύθερο κόσμο δεν προκάλεσε την κοινωνική εκατόμβη των εκατομμυρίων νεκρών που προκάλεσε η «αγροτική μεταρρύθμιση» της δεκαετίας του 1930 στην ΕΣΣΔ.
Έχουμε σήμερα τα παραδείγματα για να δούμε ότι ορισμένες λύσεις που παρουσιάζονται δογματικά ως επιστημονικά αναμφισβήτητες είναι λύσεις δυστυχίας. Πρώην σοσιαλιστικές χώρες που εδώ και μια εικοσαετία έχουν αλλάξει στρατόπεδο και δεν νοσταλγούν το παλιό καθεστώς ούτε στο επίπεδο της οικονομικής και κοινωνικής ευμάρειας ούτε στο επίπεδο των πολιτικών ελευθεριών και των ατομικών δικαιωμάτων.
Ένα άλλο πεδίο προβληματισμού είναι το παράδειγμα χωρών αντίστοιχων με την Ελλάδα όπως οι Σκανδιναβικές και η Ολλανδία που δεν φαίνεται να έχουν πληγεί από την κρίση, τουλάχιστον όχι σε τέτοιο βαθμό που να προκαλείται έντονο κοινωνικό πρόβλημα.
Αυτό από μόνο του αποτελεί ένα ουσιαστικό στοιχείο για να αμφισβητηθεί η άποψη που αυτόματα και ισοπεδωτικά θέλει την ελεύθερη οικονομία να οδηγεί στην κρίση τη χρεωκοπία και τη φτώχεια.
Η αναζήτηση των αιτίων θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμη και η ανάπτυξη ενός διαλόγου με νηφαλιότητα και με στοιχεία θα οδηγούσε στην αλήθεια γύρω από το Ελληνικό πρόβλημα. Γιατί η χώρα μας έχει συγκριτικά πλεονεκτήματα που η αξιοποίηση τους θα μπορούσε να έχει δρομολογήσει σε διαφορετική πορεία τις εξελίξεις και να μας έχει οχυρωμένους απέναντι στην κρίση. Άλλωστε αξιοποιώντας σε κάποιο βαθμό αυτά τα πλεονεκτήματα η Ελλάδα απογειώθηκε οικονομικά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες στηριζόμενη στις παραγωγικές της δυνάμεις και δυνατότητες και ξεφεύγοντας από τον βάλτο της υπανάπτυξης των Βαλκανίων και της εγγύς Ανατολής εντάχθηκε στην Ε.Ε. το 1981.
Με απλά λόγια. Βιώνουμε την κρίση των ελεύθερων αγορών η οποία κλονίζει χώρες ακόμα και πολύ ισχυρότερες από τη δική μας (Ιταλία, Ισπανία). Όμως σε αυτή την παγκόσμια τρικυμία κάποια μικρότερα καράβια (Δανία, Ολλανδία, Φινλανδία, Σουηδία), αρμενίζουν σχετικά ήσυχα και με ασφάλεια. Παρά την παγκόσμια κρίση οι οικονομίες τους εξακολουθούν να αναπτύσσονται και οι αγορές κεφαλαίων να τις εμπιστεύονται.
Και αυτό βεβαίως όπως μπορεί να τεκμηριωθεί δεν οφείλεται ούτε στο γεγονός ότι δεν έχουν μεγάλες αμυντικές δαπάνες ούτε στην πιθανή ανυπαρξία κοινωνικού κράτους, γιατί αντίθετα με την προσπάθεια που γίνεται στη χώρα μας να ενοχοποιηθεί το δήθεν μεγάλο κράτος, σε πολλές από τις χώρες που ήδη αναφέρθηκαν το κράτος είναι μεγαλύτερο.
Γιατί τελικά το πρόβλημα στην Ελλάδα δεν είναι το μεγάλο κράτος, είναι το κακό κράτος. Και το πρόβλημα αυτό δεν το δημιούργησε το πολιτικό σύστημα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Το δημιούργησε η αμοραλιστική εκμετάλλευση του. Το δημιούργησε ο αμοραλιστικός λαϊκισμός που την δεκαετία του 1970 ανάγκασε τον τότε πρωθυπουργό να χαρακτηρίσει την αξιωματική αντιπολίτευση κατ’ επανάληψη «Αριστερά της Αριστεράς». Και ναι τελικά, όπως έλεγε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στις 6 Νοεμβρίου 1974, «Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα μας σε τελική ανάλυση ανάγονται σε ένα και μόνο πρόβλημα το πολιτικό». Πρέπει λοιπόν να ιχνηλατήσουμε αυτό ακριβώς το πολιτικό πρόβλημα, τις αιτίες που το δημιούργησαν και τα συστατικά του στοιχεία.
Τελικά το ερώτημα που ανακύπτει είναι γιατί η κρίση επιτίθεται με τέτοια αγριότητα στην Ελλάδα; Φταίνε κάποιοι «κακοί» που μας έχουν βάλει στο μάτι; Φταίει ο «αμύθητος πλούτος» της χώρας που επιβουλεύονται; Φταίει το γεγονός ότι «η Ελλάδα είναι η τελευταία κομμουνιστική χώρα της Ευρώπης» όπως φέρεται να είπε η Υπουργός Παιδείας; Και γιατί εμείς ήμαστε ανίσχυροι απέναντι σε αυτές τις επιθέσεις; Είναι οι ηγεσίες ανίκανες ή προδοτικές ή και τα δύο;
Ο κόσμος αναρωτιέται και κανένας δεν του παρουσιάζει με καθαρότητα και με απλά λόγια τόσο το πρόβλημα όσο και τις πολιτικές και τα πρόσωπα που ευθύνονται για την κρίση. Το μόνο που καταλαβαίνει με επώδυνο τρόπο είναι ότι του ζητάν να πληρώσει πέρα και πάνω από τις δυνατότητες του το λογαριασμό. Και μάλιστα ότι του το ζητάν τα ίδια πρόσωπα που εδώ και χρόνια ήταν υπεύθυνα για τη χάραξη και την υλοποίηση των πολιτικών αυτών.
Το δημόσιο χρέος, το έλλειμμα, το κακό κράτος, η φοροδιαφυγή, η εισφοροδιαφυγή, η διαφθορά από μόνα τους προέκυψαν; Και πότε προέκυψαν; Ή πότε έγιναν ανεξέλεγκτα; Πότε ξέφυγαν από το μέτρο; Η αδυναμία της οικονομίας να παράγει πότε και γιατί προέκυψε; Πότε και ποίοι ενοχοποίησαν την επιχειρηματικότητα και το κέρδος και τα κήρυξαν υπό πολιτικό διωγμό; Ποίοι είναι οι ηθικοί αυτουργοί, ασφαλώς με την ευρεία έννοια, της πυρπόλησης του ΜΙΝΙΟΝ του Λαμπρόπουλου, του Κατράντζου; Ποίοι είναι οι καθοδηγητές της «πολιτικής σκέψης» των δολοφόνων του Αθανασιάδη και του Μομφεράτου και ποιοι «δημοκρατικοί προοδευτικοί» εκδότες πήραν τη θέση τους; Ποίοι προώθησαν ευλόγησαν και χειροκρότησαν σαν «προοδευτική εξέλιξη την απόλυτη υποταγή της εκτελεστικής εξουσίας και του κράτους στο κόμμα υπηρετώντας Λενινιστικές ντιρεκτίβες; Πότε η αυθαιρεσία έγινε κανόνας του δημόσιου βίου που αφορούσε όχι μόνο τους ιθύνοντες και τους λειτουργούς αλλά και μεγάλο ποσοστό των πολιτών; Πότε τα «δώρα» των 500.000.000 δρχ., (περίπου 8 εκ. € με τα σημερινά δεδομένα), «αποδοκιμάζονταν» από τον πρωθυπουργό με ένα απλό μάλωμα (μάλιστα όχι για τη δωροληψία αλλά για το ύψος της)!!! χωρίς να σταλεί ο υπεύθυνος στον εισαγγελέα;
Αξίζει ίσως εδώ να κάνουμε μια παραπομπή στο υπόμνημα που έστειλε στις 10/6/88 ο Απόστολος Λάζαρης στον Α. Παπανδρέου. Σε αυτό ο πρώτος Υπουργός Συντονισμού του ΠΑΣΟΚ αναφερόμενος στην οικονομική κατάσταση και στη επταετία που είχε μεσολαβήσει επεσήμαινε: «Το κύριο χαρακτηριστικό της οικονομικής πολιτικής» έγραφε ο κ. Λάζαρης «ήταν η ραγδαία αύξηση των δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού και του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Μέσα σε οκτώ χρόνια ο συνολικός κρατικός προϋπολογισμός πενταπλασιάστηκε (από 625 δισ. δρχ. το 1981 σε 3,2 τρισεκατομμύρια το 1988). Και θα πρέπει να σημειωθεί ότι η επέκταση αυτή έγινε σε συνθήκες οικονομικής στασιμότητας, αφού κατά την επταετία η αύξηση του πραγματικού εθνικού εισοδήματος δεν ξεπερνά το 7% (δηλαδή 1% ετησίως)».
Στο ίδιο υπόμνημα σημείωνε:
«Σ’ αυτή τη δύσκολη κατάσταση φτάσαμε λόγω των ανεξέλεγκτων αυξήσεων των δημοσίων δαπανών κατά τα προηγούμενα χρόνια. Και το πρόβλημα τώρα είναι ότι δεν μπορούμε πια εύκολα να ελέγξουμε την κατάσταση, γιατί μπήκε ήδη σε λειτουργία ο αυτόματος πιλότος του δημοσίου χρέους και άλλων ανελαστικών κονδυλίων, που επηρεάζουν αυτόνομα τη διαμόρφωση του προϋπολογισμού, ανεξάρτητα, δηλαδή, από την κυβερνητική βούληση».
Η οικονομική ζημιά ήταν τεράστια. Και στην πραγματικότητα ξεπερνούσε την καταγραφή που απεικόνιζε το δημόσιο χρέος και το τεράστιο έλλειμμα.
Είχαν προκληθεί στην κοινωνία και στην οικονομία τρείς ανήκεστες βλάβες. Είχε σχεδόν ολοκληρωτικά αποδομηθεί το παραγωγικό κομμάτι της ελληνικής οικονομίας, είχε αποσαθρωθεί λόγω της απόλυτης κομματικοποίησης ο κρατικός μηχανισμός και τέλος η κοινωνική νοοτροπία είχε οδηγηθεί σε αδιέξοδους ατραπούς ακρισίας και παραλογισμού.
Η διακυβέρνηση έγινε αυτοσκοπός αντί για μέσο που θα οδηγούσε στην πρόοδο το κοινωνικό σύνολο. Η χειραγώγηση της κοινής γνώμης και του εκλεκτορικού σώματος με ελεγχόμενα Μ.Μ.Ε. (αρχικά Πόπωτας και Κοσκωτάς και στη συνέχεια ανίερη στη βάση του αμοιβαίου συμφέροντος συμμαχία με τους «εθνικούς εργολάβους και προμηθευτές» ιδιοκτήτες των Μ.Μ.Ε.) οδήγησε σε μια σχεδόν ανεξέλεγκτη νομή τόσο του παραγόμενου όσο και του δανειακού πλούτου σε βάρος του κοινωνικού συνόλου με ακραίο γεγονός το τεράστιο φαγοπότι του χρηματηστηρίου.
Την ίδια περίοδο ανεμίζοντας τα λάβαρα ενός ανερμάτιστου δήθεν προοδευτισμού, οι ίδιοι που εμφανώς εφάρμοζαν πολιτικές που οδηγούσαν σε αδιέξοδα οικονομικά και κοινωνικά, δαιμονοποιούσαν και απέκλειαν κάθε φωνή σύνεσης και κοινής λογικής που επεσήμαινε τους κινδύνους και τα σφάλματα.
Κάθε προσπάθεια εκλογίκευσης αποτύγχανε λόγω της ανεπάρκειας της πολιτικής και της πνευματικής ηγεσίας, λόγω του γενικευμένου αμοραλισμού πολιτικών και κοινωνίας.
Ήταν η εποχή του τρίτου δρόμου για το Σοσιαλισμό. Η εποχή του ΠΑΣΟΚ της 3ης Σεπτέμβρη και των «λοιπών δημοκρατικών δυνάμεων».
Η εποχή που η Δεξιά, που αποκατέστησε τη Δημοκρατία, έλυσε το πολιτειακό και οδήγησε τη χώρα να γίνει το 10ο μέλος της ΕΕ είχε μπει στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Η Δεξιά που, «υπηρετώντας το κεφάλαιο»!!!, είχε κρατικοποιήσει τις μεγαλύτερες ιδιωτικές τράπεζες, (Ιονική και Λαϊκή), Ναυπηγεία, διυλιστήρια, σιδηροδρόμους και Ολυμπιακή αποχώρησε ανοίγοντας τον δρόμο στο «σοσιαλισμό»!!! και στη «δημοκρατία» των κλαδικών και των άλλων κομματικών οργανώσεων (με τα ανεπίσημα μεν αλλά πανίσχυρα πιστοποιητικά κομματικών φρονιμάτων). Η Δεξιά είχε πια «πεθάνει» όπως εκστασιασμένοι φώναζαν ενορχηστρωμένοι από την μπαγκέτα του λαϊκισμού που κρατούσε ο Α. Παπανδρέου σε προεκλογικούς δρόμους και πλατείες νεόκοποι επαναστάτες που είχαν αναγορευθεί σε «περιούσιο λαό» όπως γίνεται με όλους τους αμαθείς ή ημιμαθείς φονταμενταλιστές.
Ήταν η εποχή της «ρεβάνς» της Αριστεράς. Έστω και ως καρικατούρας συγγενικής με τους «φίλους και ομοϊδεάτες» (Καντάφι, ΜΠΑΑΘ, Αραφάτ κλπ.) της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής. Η εποχή που τα καθεστώτα του Τσαουσέσκου και του Εμβέρ Χότζα παρουσιάζονταν ως υποδείγματα και ως πρότυπα ακόμα και στα σχολικά βιβλία.
Ας επανέλθουμε όμως στο θέμα μας. Βιώνουμε μετά από 60 χρόνια ανάπτυξης μια κρίση των ελευθέρων αγορών. Κρίση που προκλήθηκε από τη βίαιη απορρύθμιση τους, (νεοφιλελεύθερη επιλογή), και τη βουλιμία του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Είναι ανάγκη να υπάρξουν εκ νέου ρυθμίσεις, να υπάρξουν ουσιαστικές πολιτικές παρεμβάσεις στις αγορές.
Όμως δεν υπάρχει δυστυχώς παρά μόνο στην επιθυμία μας άλλος δρόμος για την ευημερία της κοινωνίας που να μην είναι ουτοπικός. Αντίθετα το παρελθόν έχει δείξει ότι η οικονομία της αγοράς μπορεί να ξαναβρεί το βηματισμό της και να οδηγήσει πάλι στην ανάπτυξη και την κοινωνική ευημερία.
Απαιτείται βέβαια να υπάρξουν πολιτικοί και πολιτικές που θα θέσουν πάλι τα όρια και τους κανόνες του παιχνιδιού ανάμεσα στις αγορές και τα κράτη ως εκφράσεις των συλλογικών κοινωνικών συμφερόντων και δικαιωμάτων.